- δεκαδάκτυλος
- -η, -ο (AM δεκαδάκτυλος, -ον)1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλανεοελλ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, ταζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκαδάκτυλον — δεκαδάκτυλος ten fingers long masc/fem acc sg δεκαδάκτυλος ten fingers long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδακτύλους — δεκαδάκτυλος ten fingers long masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάκτυλα — δεκαδάκτυλος ten fingers long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
βερύκος — Γένος ψαριών της οικογένειας των βερυκιδών. Το χρώμα τους είναι έντονο κόκκινο ή χρυσαφί. Στη ράχη φέρουν πτερύγιο με τέσσερις σκληρές ακτίνες. Το είδος β. ο δεκαδάκτυλος, ζει σε μεγάλα βάθη, στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού και της Ιαπωνίας.… … Dictionary of Greek